- στρατονομία
- η, Ν [στρατονόμος]1. στρ. στρατιωτική υπηρεσία, τής οποίας αποστολή είναι η αστυνόμευση τών στρατιωτικών όταν αυτοί βρίσκονται έξω από τη μονάδα τους2. στρ. αστυνομική υπηρεσία στους τόπους στάθμευσης τών στρατευμάτων για την τήρηση τής τάξης και τής ασφάλειάς τους3. αστυνομική υπηρεσία στην οποία ανατίθεται σε καιρό πολέμου η τήρηση τής τάξης σε κατεχόμενη περιοχή.
Dictionary of Greek. 2013.